μεταστοιχείωση

μεταστοιχείωση
η (ΑΜ μεταστοιχείωσις) [μεταστοιχειώ]
νεοελλ.
χημ. μετατροπή ενός χημικού στοιχείου σε άλλο είτε αυτομάτως είτε με τεχνητό τρόπο
αρχ.-μσν.
διαφορετική σύνθεση τών μερών τών στοιχείων ή τών μερών ενός σώματος, μεταβολή, μεταμόρφωση, μετάπλαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταστοιχείωση — η (χημ.), η μεταβολή, η μετατροπή ενός στοιχείου σε άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταστοιχειώσῃ — μεταστοιχειόω change the elementary nature of aor subj mid 2nd sg μεταστοιχειόω change the elementary nature of aor subj act 3rd sg μεταστοιχειόω change the elementary nature of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστοιχειώσηι — μεταστοιχειώσῃ , μεταστοιχειόω change the elementary nature of aor subj mid 2nd sg μεταστοιχειώσῃ , μεταστοιχειόω change the elementary nature of aor subj act 3rd sg μεταστοιχειώσῃ , μεταστοιχειόω change the elementary nature of fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αϊνσταΐνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Es. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην υποομάδα των ακτινιδών, με ατομικό αριθμό 99. Δέκα ισότοπα είναι γνωστά και όλα ραδιενεργά. Το πιο σταθερό είναι το α. 254, με ημιπερίοδο ζωής 480 ημερών.… …   Dictionary of Greek

  • πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — I ακτινενεργό στοιχείο που προκύπτει από τη μεταστοιχείωση του ουρανίου: Το ράδιο ανακαλύφτηκε το 1898 από το ζευγάρι Κιουρί και το Ζ. Μπεμόν. II το ραδιόφωνο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”